- ἔνδω
- ἔνδω,A = ἔνδον, GDI1767 (Delph.), Michel995D31 (ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνδῷ — ἐνδίδωμι give in aor subj act 3rd sg (epic) ἐνδίδωμι give in aor subj mid 2nd sg ἐνδίδωμι give in aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλένδετος — η, ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, ον) συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * +… … Dictionary of Greek